- τυρώ
- (I)-έω, Α [τυρός]τυρεύω.————————(II)-όω, Α [τυρός]1. μετατρέπω σε τυρί («τὸ γάλα τυροῡν», Σχόλ. Θεοκρ.)2. παρασκευάζω ή αρτύω ένα φαγητό με τυρί («πλακοῡντες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.)3. μτφ. μηχανεύομαι, τεχνάζομαι («διαφθείρουσι κακῶς τυροῡντες ἅπαντα», Αρχέστρ.)4. (κατά τον Ησύχ.) «τυροῡμαι, ταράττομαι»5. παθ. τυροῡμαι, -όομαιπήζω, στερεοποιούμαι όπως το τυρί.
Dictionary of Greek. 2013.